- εμπρεσιονιστικός, -ή
- -ό επίρρ. -ά που ανήκει ή αναφέρεται στον εμπρεσιονισμό ή τον εμπρεσιονιστή (βλ. λ.): Εμπρεσιονιστικός πίνακας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εμπρεσιονιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εμπρεσιονισμό ή έχει δημιουργηθεί κατά τις αρχές τού εμπρεσιονισμού («εμπρεσιονιστική ζωγραφική, πίνακας κ.λπ.») … Dictionary of Greek
ιμπρεσιονιστικός — ή, ό βλ. εμπρεσιονιστικός … Dictionary of Greek
συμφωνικό ποίημα — Συμφωνική σύνθεση που συνδέεται με ένα εξωμουσικό πρόγραμμα. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο προγραμματισμός της μουσικής δημιουργίας έχει πολύ παλιά καταγωγή και μάλιστα ότι αρχικά η μουσική είχε σχεδόν αποκλειστικά προγραμματική αξία. Είναι φανερό,… … Dictionary of Greek
ιμπρεσιονιστικός — ιμπρεσιονιστικός, ή, ό και εμπρεσιονιστικός, ή, ό (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)